- εὔρωστοι
- εὔρωστοςstoutmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαμηλίδα — (hamamelis). Γένος φυτών της οικογένειας των αμαμηλιδιδών. Είναι εύρωστοι θάμνοι με φύλλα που το φθινόπωρο παίρνουν ωραίο κίτρινο χρώμα. Τα άνθη τους βγαίνουν τον χειμώνα κατευθείαν πάνω στα γυμνά κλαδιά και αποτελούνται από 4 πέταλα που μοιάζουν … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek